- φιλόκοινος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που τού αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκοινονη αγάπη για τις κοινωνικές συναναστροφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κοινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόκοινον — φιλόκοινος liking to share the common lot masc/fem acc sg φιλόκοινος liking to share the common lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek